- απολαλώ
- (Α ἀπολαλῶ, -έω) νεοελλ. φωνάζωαρχ.φλυαρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] … Dictionary of Greek
πιλαλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), πιλάλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: πιλαλάω : ακολουθούμε την ετυμολογία από τη μεσαιωνική λέξη επιλαλώ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, πρέπει να γραφτεί με η γιατί προέρχεται από το μεσν. πηλαλώ < απηλάλησα (αόρ. του… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής